- σύγκρουση
- η / σύγκρουσις, -ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις2. ρήξη, συμπλοκήνεοελλ.1. έντονη αντίθεση, οξεία αντιπαράθεση («σύγκρουση συμφερόντων»)2. μτφ. διαταραχή φιλικών σχέσεων3. (ψυχολ.-ψυχιατρ.-κοινων. ψυχολ.) έκφραση ασυμβίβαστων εσωτερικών απαιτήσεων ή κινήτρων, όπως, λ.χ., οι αντιτιθέμενες επιθυμίες και αναπαραστάσεις και ειδικότερα οι ανταγωνιστικές δυνάμεις4. φυσ. κάθε βίαιη και ξαφνική συνάντηση δύο σωμάτων5. (κοινων.) διαδικασία κοινωνικής αλληλεπίδρασης που φέρνει σε αντιπαράθεση δύο τουλάχιστον κοινωνικούς συνεργούς6. φρ. α) «ένοπλη σύγκρουση» — μάχη, πόλεμοςβ) «θεωρία συγκρούσεων»χημ. χημική κινητική θεωρία η οποία χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη τής ταχύτητας τών χημικών αντιδράσεων, ιδιαίτερα εκείνων που συντελούνται μεταξύ αερίωνγ) «σύγκρουση προσέγγισης-προσέγγισης» ή «σύγκρουση διπλής προσέγγισης»(ψυχολ.) σύγκρουση κατά την οποία συνυπάρχουν δύο τάσεις προς δύο πράγματα που δεν μπορούν να επιτευχθούν ταυτόχροναδ) «σύγκρουση αποφυγής-αποφυγής» ή «σύγκρουση διπλής αποφυγής»(ψυχολ.) σύγκρουση κατά την οποία το άτομο καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εξίσου απωθητικές εναλλακτικές λύσειςε) «σύγκρουση προσέγγισης-αποφυγής»(ψυχολ.) σύγκρουση κατά την οποία υπάρχει μόνο ένα πράγμα που εγείρει ταυτόχρονα δύο αντιτιθέμενους τύπους συμπεριφοράςστ) «σύγκρουση αρμοδιοτήτων»(νομ.) φαινόμενο τής παλαιάς πολιτικής δικονομίας, προκαλούμενο κάθε φορά που δύο ή περισσότερα δικαστήρια τής ίδιας δικαιοδοσίας και μη υπαγόμενα το ένα στο άλλο αναλάμβαναν την ίδια υπόθεση και αποφαίνονταν όλα είτε ότι ήταν αρμόδια είτε ότι ήταν αναρμόδιαζ) «καταφατική σύγκρουση»(νομ.) η απόφανση από δύο ή περισσότερα δικαστήρια ότι είναι αρμόδια για την εκδίκαση τής ίδιας υπόθεσηςη) «αποφατική σύγκρουση»(νομ.) η απόφανση από δύο ή περισσότερα δικαστήρια ότι είναι αναρμόδια για την εκδίκαση τής ίδιας υπόθεσηςθ) «σύγκρουση καθηκόντων» — η περίπτωση κατά την οποία η εκτέλεση ενός καθήκοντος συνεπάγεται την παράβαση ενός άλλουαρχ.1. μουσ. ταχεία εναλλαγή δύο μουσικών φθόγγων, τρίλια2. χασμωδία ή συνήχηση, ιδίως φωνηέντων3. (ρητ.) αντίθεση επιχειρημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.